-
1 πάρισα
πάρισοςalmost equal: neut nom /voc /acc plπαρίζωsit beside: aor ind act 1st sg (homeric ionic)παρίζωsit beside: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 παρίσας
παρίσᾱς, παρίζωsit beside: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)παρίσᾱς, παρίζωsit beside: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 παρ-ισώδης
παρ-ισώδης, ες, in der Art der πάρισα, Sp.
-
4 πάρ-ισος
πάρ-ισος, fast gleich, Pol. 2, 10, 2 u. öfter, bes. τοῖς πολεμίοις, den Feinden gewachsen; Moeris erkl. es für hellenistisch, dem attischen ἀμφιδήριτος καὶ ἀγχώμαλος entsprechend; – adv. παρίσως, ungefähr; – τὰ πάρισα, in der Rhetorik, wenn mehrere Kola hinter einander gleiche Ausgänge, Endreime, gleiche Stellung der Wörter haben; καὶ ὁμοιοτέλευτον, Arist. rhet. 3, 9; καὶ ἰσόκωλα καὶ ὁμοιοτέλευτα, D. Sic. 12, 53; Sp.
-
5 πάρισος
πάρῐσ-ος, ον,A almost equal, evenly balanced, ἀγών, κίνδυνος, Plb.2.10.2, 5.69.8 ;π. ταῖς δυνάμεσι Id.1.13.12
;πέλαγος π. τῷ Ποντικῷ Str.11.7.1
; ἴση ἢ π. γε (sc. ἡ εὐθεῖα) Id.2.1.28.II in Rhet., of the clauses of a sentence, exactly balanced and even,π. καὶ ὁμοιοτέλευτον Arist. Rh. 1410b1
, cf. Phld. Rh.2.258 S. ;ἰσόκωλα καὶ πάρισα D.S.12.53
;ἀντίθετα καὶ π. καὶ ὁμοιόπτωτα Plu.2.350d
; οὔτε π. τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι οὔτε παρόμοια parallel in structure, D.H. Comp.22, cf. 23 ; ἵνα τὸ τελευταῖον κῶλον π. καὶ ἐφάμιλλον τοῖς πρὸ αὐτοῦ γένηται ib.9 ;π. σχῆμα Hermog. Meth.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάρισος
-
6 παρισώδης
παρῐσ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρισώδης
-
7 πάρισος
πάρ-ισος, fast gleich; bes. τοῖς πολεμίοις, den Feinden gewachsen; adv. παρίσως, ungefähr; τὰ πάρισα, in der Rhetorik, wenn mehrere Kola hinter einander gleiche Ausgänge, Endreime, gleiche Stellung der Wörter haben
См. также в других словарях:
πάρισα — πάρισος almost equal neut nom/voc/acc pl παρίζω sit beside aor ind act 1st sg (homeric ionic) παρίζω sit beside aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίσας — παρίσᾱς , παρίζω sit beside aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) παρίσᾱς , παρίζω sit beside aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρισος — η, ο / πάρισος, ον, ΝΑ 1. σχεδόν ίσος, ισόρροπος («πέλαγος πάρισον τῷ Ποντικῷ», Στράβ.) 2. (στην αρχαία ρητορική) ο ακριβώς ισοζυγισμένος σε μια πρόταση λόγος, αυτός που έχει ίσο αριθμό συλλαβών ή αντιστοιχία λέξεων με την προηγούμενη πρόταση… … Dictionary of Greek
παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… … Dictionary of Greek